- νοῦθος
- νοῦθος, ὁ,A tramp of feet,
ν. δὲ ποδῶν ὑπόδουπος ὀρώρει Hes.Fr.48
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ν. δὲ ποδῶν ὑπόδουπος ὀρώρει Hes.Fr.48
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νούθος — νοῡθος και νουθός, ὁ (Α) ισχυρό χτύπημα τού ποδιού («νοῡθος δὲ ποδῶν ὑπόδουπος ὀρώρει», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, συνδέεται με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος νυθόν ἄφωνον, σκοτεινόν, νυθῶδες σκοτεινῶδες και ανάγεται σε ΙΕ ρίζα… … Dictionary of Greek
νοῦθος — tramp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)